Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

I
Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος.
Η Θ. διαιρείται διοικητικά σε 4 νομούς: Καρδίτσης, Λαρίσης, Μαγνησίας και Τρικάλων.
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα. Μετά τις αλπικές πτυχώσεις, που επέδρασαν αποτελεσματικά στον σχηματισμό του σημερινού αναγλύφου του ελλαδικού χώρου, επακολούθησαν, κατά την τριτογενή περίοδο, διαρρήξεις, που είχαν ως συνέπεια τη δημιουργία διάφορων βυθισμάτων και συνίζηση εδαφών. Στην ανατολική Ελλάδα, τα βυθίσματα είναι πολύ μεγαλύτερα παρά στη δυτική, που είναι περισσότερο ορεινή. Το θεσσαλικό βαθύπεδο είναι και αυτό μια λεβητοειδής εγκατακρήμνιση αυτής της περιόδου, που μεταβλήθηκε έπειτα σε εσωτερική (ενδοχωρική) λίμνη, χωρίς να έχει στην αρχή διέξοδο προς τη θάλασσα. Μέσα στη λίμνη εξέβαλλαν πολλοί χείμαρροι και ποταμοί από τις γύρω ρηξιγενείς ορεινές περιοχές, οι οποίοι με τον καιρό σχημάτισαν έναν τεράστιο υδροκρίτη, απ’ όπου μεταφέρονταν τεράστιες ποσότητες υλικών. Αποτέλεσμα ήταν να γεμίσει αυτή η λεκάνη και στις εκβολές των ποταμών να συσσωρευτούν τα φερτά υλικά σε σχηματισμό σωρών ή κώνων αποθέσεων σε μεγάλες εκτάσεις. Η περιοχή Μετεώρων-Καλαμπάκας αποτελεί ένδειξη της ποσότητας του υλικού που μετέφεραν και απέθεσαν οι ποταμοί εκείνης της εποχής. Τα τεράστια φορτία υλικών άρχισαν να πιέζουν τον ασταθή πυθμένα της αρχικής λίμνης και να προκαλούν τμηματικές καθιζήσεις. Έτσι σχηματίστηκαν δύο κύριες λίμνες, μία στην περιοχή Τρικάλων-Καρδίτσας και μία στην περιοχή της Λάρισας, οι οποίες χωρίζονταν, όπως και σήμερα η πεδιάδα, από έναν ορεινό βραχίονα, το μεγαλύτερο βουνό του οποίου είναι το Χαλκοδόνιο ή Κυνός Κεφαλαί (725 μ.). Στο βόρειο τμήμα, οι δύο λίμνες ενώνονταν και αποχετεύονταν μέσα από καταβόθρες προς τη θάλασσα, ώσπου η ανύψωση της στάθμης αύξησε τη διαλυτική ενέργεια του νερού στα ασβεστολιθικά πετρώματα και έτσι δημιουργήθηκε η κοιλάδα (φαράγγι) των Τεμπών, η οποία έδωσε διέξοδο στα νερά που κάλυπταν την περιοχή. Η πλήρωση της λεκάνης με τα διάφορα ιζήματα και η βαθμιαία αποχώρηση του νερού μετέτρεψαν την περιοχή σε βαλτώδη πεδιάδα με υπολείμματα λιμνών, όπως η Βοιβηίς (Κάρλα) που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της λεκάνης της Λάρισας, σε υψόμετρο 41 μ., και η Νεσσωνίς. Με τα αποστραγγιστικά έργα που επιτελέστηκαν πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η θεσσαλική πεδιάδα αποξηράνθηκε τελείως και απέμεινε η Κάρλα· ωστόσο, και αυτής τα νερά διοχετεύτηκαν στον Παγασητικό με μια σήραγγα μήκους 11 χλμ. που κατασκευάστηκε το 1955.
Η Θ. διαιρείται σε δύο κύριες λεκάνες, την ανατολική ή πεδιάδα της Λάρισας (595 τ. χλμ., υψόμ. 45 έως 90 μ.) και τη δυτική ή πεδιάδα των Τρικάλων (1.267 τ. χλμ., υψόμ. 90 έως 170 μ.)· μικρότερες πεδιάδες είναι της Ελασσόνας, της Αγιάς και του Αλμυρού. Το θεσσαλικό βαθύπεδο περιβάλλεται περιμετρικά από ορεινές προεξοχές, που το χωρίζουν από τη Μακεδονία στα Β, από την Ήπειρο στα Δ, από τη Στερεά Ελλάδα στα Ν και από το Αιγαίο πέλαγος στα Α. Από τα Β, ο Κάτω Όλυμπος (1.588 μ.), ο Άνω Όλυμπος (ψηλότερη κορυφή Μύτικας ή Πάνθεο, 2.917 μ.), ο Τίταρος (1.839 μ.), οι απολήξεις των Πιερίων, τα Καμβούνια (1.615 μ.), τα Χάσια (1.564 μ.) και Αντιχάσια (1.416 μ.) χωρίζουν τη Θ. από τη Μακεδονία. Η διάταξη αυτών των ορεινών προεξοχών είναι ακτινωτή, και ο επιμήκης άξονας καταλήγει προς το πεδινό τμήμα της Θ., όπως και οι κοιλάδες και το στενό που υπάρχουν μεταξύ των ορέων. Αυτό έχει σημασία για την παλαιογεωγραφική μορφή της Θ., την εξέλιξη και τη σημερινή της κατάσταση (κλίμα, υδρογραφία κλπ.). Στα Δ, η Νότια Πίνδος (2.204 μ.) και ο Κόζιακας (1.901 μ.) χωρίζουν τη Θ. από την Ήπειρο. Ανάμεσα υπάρχει ο αυχένας της Κατάρας, που οδηγεί στο Μέτσοβο. Στα ΝΔ, η οροσειρά Ίταμος (1.490 μ.), Βουλγάρα (1.654 μ.) και Άγιος Ηλίας (1.280 μ.), που αποτελεί τμήμα της ανατολικής Πίνδου, κλείνει την περιοχή, και ως συνέχεια η οροσειρά της Όθρυος (ψηλότερη κορυφή Γερακοβούνι, 1.726 μ.) που προεκτείνεται στα Β με τα βουνά της Γκούρα, κλείνουν τα προς νότο όρια της Θ. Στην ανατολική πλευρά της Θ., συνέχεια του Ολύμπου στα ΝΑ, υψώνεται η Όσσα (Κίσαβος, ψηλότερη κορυφή Προφήτης Ηλίας 1.978 μ.) με το κωνικό σχήμα της. Η Όσσα χωρίζεται από τον Όλυμπο με τη διαβρωσιγενή κοιλάδα των Τεμπών, που διαρρέεται από τον Πηνειό, και συνεχίζεται στα Α με το Μαυροβούνι (1.054 μ.) και το δασώδες Πήλιο (1.548 μ.) που προεκτείνεται ΝΑ για να κλείσει τον Παγασητικό σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Το εσωτερικό του βαθυπέδου διασχίζουν λοφώδεις σειρές και διακλαδώσεις χαμηλών ορεινών σειρών της κεντρικής Όθρυος, μία που κατευθύνεται στα ΒΑ μέχρι το Πήλιο (Κασιδιάρης 1.011 μ., Τσιραγώτικα βουνά, Βελανιδιά 533 μ., Μεγαβούνι 546 μ.) και άλλη μία από τα ΝΑ προς τα ΒΔ (Φυλλήιον ή Μακροβούνι 726 μ., Τίτανος ή Δοβρούτσι 693 μ.) και τα βουνά του Ζάρκου. Η τελευταία αυτή χαμηλή ορεινή σειρά χωρίζει την πεδινή Θ. σε ανατολική (Λάρισας) και δυτική (Τρικάλων) λεκάνη.
Οι περιοχές αυτές αντιστοιχούν σε δύο μεγάλες λεκάνες απορροής, τη δυτική και την ανατολική. Η δυτική (10.704 τ. χλμ.), που καταλαμβάνει και ένα μέρος της ανατολικής περιοχής, έως τη Λάρισα, είναι η λεκάνη του Πηνειού, ο οποίος είναι και ο κύριος αποδέκτης της, δεχόμενος κατά τη διαδρομή του (πηγάζει από την περιοχή Ζυγού του Μετσόβου και διασχίζοντας την κοιλάδα των Τεμπών εκβάλλει στον Θερμαϊκό κόλπο) όλα τα νερά των παραποτάμων του, από τους οποίους κυριότερος είναι ο Ενιπέας, που πηγάζει από την κεντρική Όθρυ. Η ανατολική λεκάνη είναι της Κάρλας (Βοιβηίδας) η οποία έχει ήδη αποξηρανθεί.
Οι λεκάνες Τρικάλων-Καρδίτσας και Λάρισας φιλοξενούν, ως εγκατακρημνισιγενείς, σεισμικές εστίες, που παρουσίασαν αξιόλογη σεισμική ενέργεια. Άλλες εστίες –σύγχρονες με τη δημιουργία του βαθυπέδου– υπάρχουν επίσης στον Παγασητικό και στα απόκρημνα ανατολικά παράλια της Θ., τα οποία δημιουργήθηκαν από μεταπτώσεις και κατακρημνίσεις. Από τη γενική γεωλογική δομή της περιοχής και από τα αποτελέσματα των σεισμών (για παράδειγμα, ο σεισμός στις 30 Απριλίου 1954 δημιούργησε ένα ρήγμα σημαντικού πλάτους και μήκους 3 χλμ. στην περιοχή του χωριού Κάτω Εκκάρας, που διέσχισε τα προσχωσιγενή πετρώματα και τους περιδοτίτες της Όθρυος, καθώς και μικρότερες εδαφικές ρωγμές στηνπεριοχή Σοφάδων-Καρδίτσας) συμπεραίνεται ότι ολόκληρη η περιοχή της Θ. είναι ασταθής, καθώς δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως η ισορροπία της μετά τις μεγάλες τεκτονικές διαταράξεις του τριτογενούς.
Τα πετρώματα από τα οποία δομείται η περιοχή, από τα νεότερα προς τα παλαιότερα, είναι γενικά πρόσφατοι ολοκαινικοί και παλαιότεροι πλειστοκαινικοί ποτάμιοι σχηματισμοί, λιμναία ιζήματα του τριτογενούς (νεογενή και παλαιογενή), μεσοζωικοί ασβεστόλιθοι με σερπεντίνες και τέλος το κρυσταλλοσχιστώδες υπόβαθρο από γνεύσιους, σχιστόλιθους και μάρμαρα.
Στη Θ. υπάρχουν κοιτάσματα χρωμίτη (Φάρσαλα-Δομοκός, Βοεβόδα Βόλου και Όθρυος), μεταλλεύματα μεικτά θειούχα, σιδηροπυρίτης, γαληνίτης, σφαλερίτης (κισσός Πηλίου), χαλκού, νικελίου και σιδήρου στην Όθρυ, εμφανίσεις ιλμενίτη (Παραπόταμος, Μακρυχώρι κ.α.), αμίαντος στον κάτω Όλυμπο, λιγνίτης στις περιοχές Καρδίτσας, Καλαμπάκας κ.α., ενώ εξορύσσεται ποικιλόχρωμο μάρμαρο. Από κλιματολογική άποψη η Θ. μπορεί να χωριστεί σε τέσσερις κυρίως περιοχές: στα παράκτια τμήματα, στα ορεινά ανατολικά, στο εσωτερικό πεδινό και στις δυτικές ορεινές περιοχές. Αν εξαιρέσουμε τις παράκτιες περιοχές και το νοτιοανατολικό άκρο, ολόκληρη η υπόλοιπη Θ. παρουσιάζει ηπειρωτικό κλίμα, ιδίως στο εσωτερικό πεδινό τμήμα, στο οποίο το ετήσιο θερμομετρικό εύρος φτάνει τους 22°C και περισσότερο. Η μέση ετήσια θερμοκρασία στις πεδινές περιοχές κυμαίνεται μεταξύ 16° και 17°C και κατέρχεται προχωρώντας προς τους ορεινούς όγκους. Ο χειμώνας είναι πολύ δριμύς, ιδίως στα πεδινά και στα ανατολικά ορεινά τμήματα, τα οποία προσβάλλονται από τους ψυχρούς βορειοανατολικούς ανέμους. Εξάλλου, στα πεδινά τμήματα οι θερμοκρασίες κατεβαίνουν πολύ και εξαιτίας των ανέμων που καταφθάνουν από τα χιονοσκέπαστα όρη. Οι πτώσεις της θερμοκρασίας υπό το μηδέν –πολλές φορές κάτω από τους –10°C– είναι συνηθισμένο φαινόμενο· στα Τρίκαλα, για παράδειγμα, η θερμοκρασία έχει φτάσει τους –19°C. Το καλοκαίρι αντίθετα είναι πολύ θερμό, με θερμοκρασίες συχνά άνω των 40°C· στη Λάρισα, για παράδειγμα, η θερμοκρασία έχει φτάσει 45°C, στα Τρίκαλα 44,5°C και στον Βόλο 41°C. Όμως, στα ανατολικά τμήματα, υπό την επίδραση των θαλάσσιων ανέμων, και περισσότερο στις ορεινές περιοχές (ιδίως στο Πήλιο), η θερμοκρασία είναι ευχάριστη.
Η σχετική υγρασία κατά την ψυχρή περίοδο του έτους είναι μεγάλη, ιδίως τον Δεκέμβριο και τον Νοέμβριο, ενώ το καλοκαίρι, με εξαίρεση τις παράκτιες περιοχές, είναι μικρή στα εσωτερικά πεδινά διαμερίσματα. Μεγάλη είναι επίσης η νέφωση κατά την ψυχρή περίοδο, ιδίως στις ορεινές περιοχές, ενώ είναι μικρή κατά τη θερμή περίοδο. Οι νεφοσκεπείς ημέρες είναι πολλές στα δυτικά ορεινά τμήματα, ενώ ελαττώνονται στα ανατολικά. Η βροχή παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις στις διάφορες περιοχές της Θ., εξαιτίας κυρίως της διάταξης των ορεινών όγκων και των πεδινών τμημάτων. Στα δυτικά ορεινά συγκροτήματα, το ετήσιο ύψος βροχής υπερβαίνει τα 1.200 χιλιοστά, στο εσωτερικό πεδινό τμήμα κυμαίνεται μεταξύ 400 και 600 χιλιοστών, στα τμήματα προς το Αιγαίο φτάνει τα 1.000 χιλιοστά και στις ψηλές περιοχές τα 1.200 χιλιοστά. Η κατανομή της βροχής κατά τη διάρκεια του έτους είναι ανώμαλη· η θερινή ανομβρία περιορίζεται σχεδόν μόνο τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο και στις περισσότερες περιοχές τον Οκτώβριο η συχνότητα των βροχοπτώσεων είναι μεγαλύτερη από τον Ιανουάριο. Γενικά, το φθινόπωρο στη Θ. είναι πολύ βροχερό, σε ορισμένες μάλιστα περιοχές, περισσότερο από τον χειμώνα. Το χιόνι γίνεται συχνότερο και αφθονότερο προς τα Β και ακόμα περισσότερο στις ορεινές περιοχές και μάλιστα στα δυτικά τμήματα. Τη μεγαλύτερη συχνότητα χιονοπτώσεων εμφανίζει ο Φεβρουάριος.
Τα συστήματα των ανέμων που επικρατούν παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές από περιοχή σε περιοχή· στην περιοχή της Λάρισας ο αριθμός των νηνεμιών είναι μεγάλος, οι διάφορες συνιστώσες των διευθύνσεων παρουσιάζουν μικρή συχνότητα και μόνο η βορειοανατολική και ανατολική συνιστώσα παρουσιάζουν αύξηση κατά την περίοδο Μαρτίου-Σεπτεμβρίου και ιδίως κατά τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Στην περιοχή των Τρικάλων, ο αριθμός των νηνεμιών είναι ελάχιστος· τη μεγαλύτερη συχνότητα, σχεδόν σε όλο το έτος, παρουσιάζουν οι διευθύνσεις από τα Β μέχρι τα Ν οι οποίες περιλαμβάνουν τη δυτική συνιστώσα, ενώ εκείνες με κατεύθυνση από τα Β προς τα Ν που περιλαμβάνουν την ανατολική, εμφανίζουν μικρότερη συχνότητα. Στον Βόλο τη μεγαλύτερη συχνότητα, κατά την ψυχρή περίοδο, παρουσιάζει η βορειοδυτική διεύθυνση και κατά τη θερμή, η νότια, με τη μορφή θαλάσσιας αύρας.
Οικονομία. Η οικονομία της Θ. βασίζεται στη γεωργία και κυρίως στη σιτοπαραγωγή. Τελευταία όμως, με την επέκταση των αρδεύσεων και την εισαγωγή σύγχρονων μεθόδων καλλιέργειας, αυξήθηκαν οι στρεμματικές αποδόσεις και σημειώνεται στροφή προς αποδοτικότερες καλλιέργειες (βαμβάκι, ζαχαρότευτλα, οπωροφόρα δένδρα κλπ.) και προς την κτηνοτροφία. Σχετικά ανεπτυγμένη βιομηχανία υπάρχει μόνο στην ανατολική Θ.
Το μεγαλύτερο βιομηχανικό κέντρο βρίσκεται στην περιοχή του Βόλου, όπου υπάρχουν σημαντικές βιομηχανικές μονάδες παραγωγής ειδών διατροφής, καπνού, τσιμέντου, κατασκευής μηχανών, μεταλλουργικών προϊόντων κλπ. Κοντά στον Βόλο και σε έκταση 2.500 στρεμμάτων δημιουργήθηκε βιομηχανική περιοχή. Άλλο βιομηχανικό κέντρο δημιουργήθηκε στη Λάρισα, όπου, εκτός από τις βιομηχανίες ειδών διατροφής, υφαντικές κλπ., λειτουργεί το πρώτο εργοστάσιο ζάχαρης και βιομηχανία χαρτοπολτού.
Η Θ. διαθέτει το πυκνότερο σιδηροδρομικό δίκτυο από όλες τις περιφέρειες της χώρας· εκτός από τη διερχόμενη σιδηροδρομική γραμμή Πειραιά-συνόρων, εξυπηρετείται και από τοπικό δίκτυο. Ικανοποιητικό είναι επίσης και το οδικό δίκτυο, ενώ ο Βόλος είναι ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Ελλάδας, με ιδιαίτερα υψηλή κίνηση εισαγωγών και εξαγωγών.
Ιστορία. Τα σύνορα της αρχαίας Θ. ήταν πολύ ευρύτερα από τα σημερινά. Όπως συμβαίνει σχεδόν με όλα τα διαμερίσματα του αρχαίου ελληνικού χώρου, έτσι και τα όρια της Θ. δεν μπορούν να καθοριστούν με απόλυτη ακρίβεια. Έχοντας όμως ως πηγή τον Στράβωνα και άλλους νεότερους ερευνητές που ασχολήθηκαν με αρχαιολογικά και τοπογραφικά καθέκαστα της αρχαίας Θ., σε γενικές γραμμές μπορούν να οριστούν ως εξής: Α εκτεινόταν από τις εκβολές του Πηνειού μέχρι τις Θερμοπύλες (δηλαδή βρεχόταν από το Αιγαίο και τον Παγασητικό, τον Ευβοϊκό και τον Μαλιακό κόλπο), Ν συνόρευε με τη Λοκρίδα, τη Φωκίδα, τη Δωρίδα και την Αιτωλία, Δ με την Αθαμανία και, σύμφωνα με τον Στράβωνα, με την Ακαρνανία, την Αμφιλοχία, την Μολοττία και την Αιθικία· τέλος, Β συνόρευε με τις μακεδονικές περιφέρειες Ελιμέα και Πιερία.
Ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια, η Θ. ήταν κοιτίδα και λίκνο των ελληνικών φυλών, αντίληψη στην οποία συνηγορούσαν οι θεολογικές και ηρωικές παραδόσεις της αρχαιότητας, που οπωσδήποτε απηχούσαν παλαιότατα ιστορικά γεγονότα. Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, συστηματικές αρχαιολογικές έρευνες που εγκαινίασε ο Χρίστος Τσούντας στο Διμήνι και στο Σέσκλο, έφεραν τη Θ. στο προσκήνιο της μελέτης των προϊστορικών περιόδων. Τα αποτελέσματα των ερευνών, που συνεχίζονται έως τις μέρες μας, από Έλληνες και ξένους αρχαιολόγους έχουν καταστήσει τη Θ. έναν από τους πιο ενδιαφέροντες τόπους για την επισκόπηση της ανθρώπινης παρουσίας στη Βαλκανική, στον ελλαδικό χώρο και στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής.
Σύμφωνα με τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα το διάγραμμα της θεσσαλικής προϊστορίας και ιστορίας παρουσιάζεται ως εξής: 100000-8000 π.Χ. Παλαιολιθική εποχή· 8000-5000 π.Χ. Μεσολιθική εποχή· 5000-3000 π.Χ. Προκεραμική εποχή· 3000-2300 π.Χ. Κεραμική εποχή· 2300-2000 π.Χ. Χαλκολιθική εποχή· 2000-1200 π.Χ. Μινυακή και Μυκηναϊκή εποχή· 1200-600 π.Χ. Γεωμετρική εποχή· 600-148 π.Χ. Αρχαιολογική εποχή· 148 π.Χ. -330 μ.Χ. Ρωμαϊκή περίοδος· 330-1423 μ.Χ. Βυζαντινή περίοδος· 1423-1881 μ.Χ. Τουρκοκρατία.
Από παλαιολιθικά λείψανα που βρέθηκαν το 1958 στην περιοχή της Λάρισας, διαπιστώθηκε ότι στη Θ. υπήρχε ανθρώπινη ζωή πριν από εκατό χιλιάδες χρόνια. Ασφαλή τεκμήρια για τις ασχολίες αυτών των προϊστορικών κατοίκων αποτελούν τα λίθινα εργαλεία και τα οστά μεγάλων θηραμάτων που βρέθηκαν στην περιοχή. Από τις στρωματογραφικές έρευνες στις όχθες του Πηνειού διαφωτίζονται αρκετά πειστικά οι πολύ παλιές παραδόσεις για τον κατακλυσμό που έγινε στη Θ. την εποχή του Δευκαλίωνα. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα των επιστημόνων, η τήξη των παγετώνων, που την τοποθετούν στο 8000 π.Χ., εκδηλώθηκε στην Ελλάδα με μια περίοδο κατακλυσμιαίων βροχών έχοντας ως αποτέλεσμα να μεταβληθεί η Θ. σε λίμνη.
Στη μεταπαγετώδη περίοδο που ακολούθησε, οι άνθρωποι της Θ. ασχολούνταν με το κυνήγι και το ψάρεμα, ενώ παράλληλα παρουσιάστηκαν οι πρώτοι συμβιωτικοί πυρήνες. Η εποχή αυτή ονομάζεται μεσολιθική.
Περίπου από το 5000 π.Χ. η ζωή στη Θ. άρχισε να μεταβάλλεται σημαντικά. Το κυνηγετικό ή τροφοσυλλεκτικό στάδιο, δηλαδή τη διατροφή του ανθρώπου από θηράματα, αλιεύματα ή καρπούς, το διαδέχτηκε το γεωργικό ή παραγωγικό, όταν ο άνθρωπος άρχισε να καλλιεργεί τη γη, να αξιοποιεί την περιοχή και να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μόνιμη εγκατάσταση. Η φάση αυτή, στην οποία είναι άγνωστη ακόμα η χρήση των αγγείων, ονομάζεται προκεραμική. Δείγματα αυτής της εποχής υπάρχουν στη Μαγούλα Γκρέμουρας (αρχαία Άργισσα) και τοποθετούνται στο 6000-5500 π.Χ., στο Σέσκλο, στους Αγίους Θεοδώρους Καρδίτσας και στη Σουφλί Μαγούλα.
Την προκεραμική ακολούθησε η αρχαιότερη νεολιθική περίοδος, που χωρίζεται σε δύο φάσεις: την Πρωτο-Σέσκλο (Proto-Sesclo-Kultur), που χαρακτηρίζεται από τα μονόχρωμα και εγχάρακτα λείψανα κεραμικής, και την Προ-Σέσκλο, με την εμφάνιση λειψάνων κεραμικής διάφορων αποχρώσεων, στιλβωμένων και ζωγραφιστών. Τις διακρίσεις αυτές καθιέρωσε ο Γερμανός αρχαιολόγος Μιλόισιτς, ξεκινώντας από τις ανασκαφικές έρευνες που έκανε το 1953-54 στην Οτζάκι-Μαγούλα, στα ΒΔ της Λάρισας. Όπως όλοι οι προϊστορικοί άνθρωποι, έτσι και οι κάτοικοι της Θ. ζούσαν οργανωμένοι σε γένη, φατρίες και φυλές, σε οχυρωμένους συνοικισμούς πάνω σε λοφίσκους· τέτοιοι είναι οι οικισμοί των ακροπόλεων του Διμηνίου και του Σέσκλου.
Η κεραμική της νεολιθικής εποχής της Θ. είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Το 3000 π.Χ. περίπου τα αγγεία ήταν χειροποίητα και ψημένα στην ανοιχτή φωτιά, ενώ αργότερα –ίσως το 2500 π.Χ. – άρχισαν να χρησιμοποιούν τον τροχό και τον φούρνο. Αλλά και θρησκευτικής ζωής λείψανα υπάρχουν στην προϊστορική Θ. Τα πολλά λίθινα και πήλινα ειδώλια που βρέθηκαν στο Σέσκλο, στο Διμήνι, στη Μαγουλίτσα και στην Πύρασο μαρτυρούν ότι εκείνη την εποχή λατρευόταν μια ανθρωπομορφική θηλυκή θεότητα, σύμβολο της ευφορίας στους καρπούς και της ευγονίας στους ανθρώπους και στα ζώα. Συνυφασμένη με τη θρησκευτική ζωή της εποχής αυτής ήταν και η λατρεία των νεκρών. Το 1958 ανακαλύφθηκε ένα νεολιθικό νεκροταφείο, το πρώτο γνωστό στην περιοχή των Βαλκανίων. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι οι προϊστορικοί εκείνοι Θεσσαλοί, όσοι κατοικούσαν στον μυχό του Παγασητικού, ασχολούνταν με τη θαλάσσια αλιεία και με τη ναυτιλία. Για τους νεολιθικούς ανθρώπους της Θ. δεν μπορεί να γίνει κανένας εθνολογικός καθορισμός· οπωσδήποτε δεν ήταν Ινδοευρωπαίοι, αφού η κύρια λατρευτική τους θεότητα ήταν γυναικεία. Ο Τσούντας, με βάση τις αρχαίες παραδόσεις, υποθέτει πως ήταν Θράκες.
Από το 2300 π.Χ., άρχισε στη Θ. η χαλκολιθική εποχή, κατά την οποία εμφανίστηκε ένας καινούργιος λαός, που γνώριζε τη χρήση του χαλκού για την κατασκευή όπλων και εργαλείων. Παράλληλα, εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται και η πέτρα. Οικήσεις αυτού του λαού έχουν επισημανθεί στην Ιωλκό, στα Τρίκαλα, στην Πύρασο, στο Κουτσόχερο κ.α.
Στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., παρουσιάστηκαν στον μυχό του Παγασητικού οι Μινύες, λαός με εξαιρετικές οικιστικές και ναυτικές ικανότητες. Οχύρωσαν την Ιωλκό και τη χρησιμοποίησαν ως ορμητήριο των εμποροπειρατικών επιχειρήσεών τους. Η επίκαιρη θέση της, ο ασφαλής κόλπος που απλωνόταν μπροστά της και η άφθονη ναυπηγήσιμη ξυλεία που παρείχε το Πήλιο, συνετέλεσαν ώστε οι Μινύες να κυριαρχήσουν για πολύ καιρό στο βόρειο Αιγαίο και ο τόπος τους να γίνει ένα από τα σπουδαιότερα και πιο εκθειασμένα κέντρα της μυθολογικής Ελλάδας. Στα Μυκηναϊκά χρόνια που ακολουθούν, η ακμή της Ιωλκού διατηρήθηκε αμείωτη. Το 1956 αποκαλύφθηκαν τα λείψανα μεγαλοπρεπούς ανάκτορου που είχε χρησιμοποιηθεί για τέσσερις αιώνες (1600-1200 π.Χ.) ως κατοικία των μυθικών βασιλιάδων της Ιωλκού. Στην εποχή αυτή, η ελληνική φαντασία τοποθέτησε αργότερα ειδυλλιακούς και ηρωικούς θρύλους, και κυρίως την παράδοση της Αργοναυτικής εκστρατείας, που στάθηκε ανεξάντλητη πηγή θεμάτων για την αρχαία τέχνη και λογοτεχνία. Μυκηναϊκοί οικισμοί βρέθηκαν επίσης στη Νήλεια, στην Πύρασο, στα Τρίκαλα, στο Αρμένιο, στη Βοιβηίδα και στην Κραννώνα.
Ο Στράβων, ακολουθώντας τις παραδόσεις που επικρατούσαν στην εποχή του, υποστηρίζει ότι οι παλαιότατοι κάτοικοι της Θ. ήταν Πελασγοί, ένας λαός που δεν είναι ακόμα με βεβαιότητα εξακριβωμένο αν ανήκε εθνολογικά στους Έλληνες ή στους Προέλληνες. Εκτός από τους Πελασγούς κατοικούσαν στη χώρα και Αιολείς· γι’ αυτό ο Ηρόδοτος ονομάζει τη Θ., Αιολίδα. Στους αρχαιότερους συγγραφείς αναφέρεται και με τις ονομασίες Πυρραία, Πανδώρα, Πελασγία, Αιμονία και Νεσσωνίς.
Τον 11o αι. π.Χ., οι Θετταλοί ή Πετθαλοί, μια πολυάνθρωπη και πολεμική φυλή που ξεκίνησε από τη Θεσπρωτία, κατέλαβε, με αλλεπάλληλες επιδρομές, το δυτικό τμήμα της χώρας, για να επεκταθεί με τον καιρό και ανατολικότερα. Οι πρώτοι κάτοικοι υποτάχτηκαν στους νέους κυρίαρχους και αποτέλεσαν την τάξη των Πενεστών η Θετταλοικετών, όπως έμειναν γνωστοί.
Στην αρχαιότερη θεσσαλική ιστορία απαντώνται μερικοί Λαρισινοί ηγεμόνες πλεγμένοι στον θρύλο, όπως ο Ευρύλοχος, που έλαβε μέρος στον πρώτο Ιερό πόλεμο, ο Εχεκρατίδας και ο Αλεύας ο Πυρρός, γενάρχης των Αλευαδών, που διοίκησαν κληρονομικά τη Λάρισα και πολλά θεσσαλικά τμήματα κατά την αρχαιότητα. Οι παραδόσεις αποδίδουν στον Αλεύα τη διαίρεση της Θ. σε διοικητικά τμήματα, που ονομάζονταν τετραρχίεςμοίρες. Τα τμήματα αυτά ήταν η Πελασγιώτις, με σημαντικές πόλεις τη Λάρισα και τις Φερές, η Φθιώτις, με ισχυρή πόλη τη Φάρσαλο, η Εστιαιώτις, με πόλεις την Τρίκκη και το Αιγίνιο, και η Θεσσαλιώτις, με πόλεις τη Μητρόπολη και την αρχαιότατη αιολική Άρνη, στη θέση της οποίας ιδρύθηκε αργότερα το Κιέριον. Η διαίρεση αυτή, που είχε γεωγραφικό και οικονομικό χαρακτήρα, εξυπηρετούσε περισσότερο μια στρατιωτική και οικονομική σκοπιμότητα.
Φαίνεται πως πριν από τους Μηδικούς πολέμους οι Θεσσαλοί είχαν πραγματοποιήσει μια πολιτική ένωση, με βασικό πυρήνα και πρωτεργάτη την ισχυρή πόλη της Λάρισας και τα αριστοκρατικά της γένη. Όταν κυβερνούσαν στην Αθήνα οι Πεισιστρατίδες, οι Θεσσαλοί, με τον βασιλιά τους Κινέα, σύναψαν ειρήνη με τους Αθηναίους. Η θεσσαλική πολιτική ένωση ήταν πάντα χαλαρή και η κάθε τετραρχία διατηρούσε την αυτοδύναμη υπόστασή της. Ένα από τα αίτια της χαλαρότητας αυτής ήταν η ισοδυναμία των μεγαλύτερων θεσσαλικών πόλεων –Φαρσάλου, Κραννώνας, Λάρισας και Φερών– η κατάτμηση της Θ. σε μικρές χωροδεσποτείες που διοικούνταν από άκαμπτους ηγεμονίσκους και οι οπισθοδρομικές οικονομικές και –συνεπώς– κοινωνικές συνθήκες. Το γεγονός ακόμα ότι οι διάφορες θεσσαλικές πόλεις ρύθμιζαν, ανεξάρτητα η καθεμία και σύμφωνα με τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους, την πολιτική τους απέναντι στον νότιο ελληνισμό, στους Μακεδόνες και στους Πέρσες, ήταν η βασική αιτία για να δημιουργηθεί στην αρχαιότητα η πεποίθηση ότι οι Θεσσαλοί ήταν πάντοτε άστατοι και άπιστοι στις σχέσεις τους, η οποία, διατυπωμένη τελικά από τον Δημοσθένη, διατηρήθηκε στους αιώνες σαν παροιμιακή φράση: «Ταύτα γαρ (δηλαδή η πολιτική των Θεσσαλών) άπιστα μεν ην δήπου φύσει και αεί πάσιν ανθρώποις». Σε περιπτώσεις που η Θ. κινδύνευε από εξωτερικούς εχθρούς, οι τετραρχίες συνασπίζονταν σε έναν οργανισμό με αρχηγό έναν αριστοκράτη από μια θεσσαλική πόλη, ο οποίος έφερε την προσωνυμία ταγός και σπανιότερα βασιλιάςάρχοντας. Η ταγεία ήταν βασικά αιρετή αρχή και όχι κληρονομική· ωστόσο, συχνά τη διάρκεια και τη διαδοχή της τη ρύθμιζαν η δύναμη και ο πλούτος των υποψηφίων.
Κατά την εκστρατεία του Ξέρξη (480 π.Χ.) οι Θεσσαλοί, με ταγό τους τον Λαρισαίο Θώρακα, μήδισαν και στις Θερμοπύλες και στις Πλαταιές πολέμησαν στο πλευρό των Περσών. Στον Πελοποννησιακό πόλεμο τάχτηκαν με το μέρος των Αθηναίων, τους οποίους ενίσχυσαν με εκστρατευτικό σώμα που συγκρότησαν από Λαρισαίους, Φαρσάλιους, Πυράσιους, Γυρτώνιους, Φεραίους και Κραννώνιους, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θουκυδίδη. Μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, οι Φερές ανταγωνίζονταν οξύτατα τη Λάρισα, διεκδικώντας την ηγεμονία της Θ. Ο ανταγωνισμός αυτός συνεχίστηκε για πολύ καιρό με δραματικές φάσεις και αρκετούς πρωταγωνιστές, όπως ο Λυκόφρων, ο Ιάσων, ο Πολύδωρος, ο Πολύφρων, ο Αλέξανδρος κ.ά.· στην ταγεία μάλιστα του τελευταίου η Θ. γνώρισε μέρες ακμής, με πανελλήνια ακτινοβολία και δύναμη. Οι ηγεμόνες της Ηπείρου, Αλκέτας και Νεοπτόλεμος δήλωσαν υποτέλεια στον Φεραίο Ιάσονα, ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αμύντας έγινε σύμμαχός του, οι αντιμαχόμενες πόλεις της νότιας Ελλάδας επεδίωκαν τη φιλία του. Παράλληλα, σχεδίαζε τη ναυπήγηση και επάνδρωση τεράστιου πολεμικού στόλου για να συντρίψει την αθηναϊκή θαλασσοκρατορία και να διεκδικήσει την ηγεμονία της Ελλάδας. Όμως, τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του ματαιώθηκαν με τη δολοφονία του. Στις πολυποίκιλες αυτές ζυμώσεις, στους ανταγωνισμούς και στις πολιτικές ή πολεμικές δραστηριότητες των Θεσσαλών ταγών, αναμείχθηκαν, ευκαιριακά ή μονιμότερα, και άλλες ελληνικές πόλεις, όπως η Σπάρτη, η Αθήνα, η Κόρινθος, η Θήβα, η Μακεδονία, ή προσωπικότητες, όπως ο Λεωτυχίδης, ο Βρασίδας, ο Αγησίλαος, ο Πελοπίδας, ο Ισμηνίας, ο Επαμεινώνδας, ο Διογείτων κ.ά. Κατά τη διάρκεια των βοιωτικών παρεμβάσεων συστήθηκε και το Κοινόν των Θετταλών (367 ή 363 π.Χ.), στο οποίο συνασπίστηκαν όλες οι θεσσαλικές πόλεις εκτός από τις Φερές, που διατήρησαν την ανεξαρτησία τους με ταγό τον Αλέξανδρο. Στην κορυφή της ιεραρχίας του Κοινού των Θετταλών ήταν ο άρχοντας και ακολουθούσαν, κατά σειρά, τέσσερις πολέμαρχοι, τέσσερις ίππαρχοι και δεκαέξι έως είκοσι πέζαρχοι.
Από το 344 π.Χ., η Θ. τέθηκε στη σφαίρα επιρροής του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου, ο οποίος ανακηρύχθηκε άρχοντας του Κοινού των Θετταλών και εγκαθίδρυσε δικό του πολιτειακό σύστημα στη Θ., την ολιγαρχική δεκαρχία (σύμφωνα με μια εκδοχή), ή τον πανάρχαιο διοικητικό θεσμό των τετραρχιών (σύμφωνα με άλλη). Οι Θεσσαλοί βοήθησαν πρόθυμα τον Φίλιππο με το αξιόμαχο ιππικό τους για την καθυπόταξη των νότιων ελληνικών πόλεων. Αργότερα, βοήθησαν τον Αλέξανδρο στον Γρανικό, στην Ισσό, στα Γαυγάμηλα κ.α. Η Θ. έμεινε υποτελής στους Μακεδόνες έως το 197 π.Χ. Με τη νίκη του Ρωμαίου στρατηγού Φλαμινίνου στις Κυνός Κεφαλές, η τύχη της ρυθμιζόταν από τους στρατηγούς της Ρώμης, μέσα σε ένα καθεστώς ουσιαστικά πλασματικής αυτοδιοίκησης. Το 148 π.Χ. οι Ρωμαίοι την ένωσαν διοικητικά με τη Μακεδονία και στα χρόνια του Οκταβιανού Αυγούστου την προσάρτησαν στη μεγάλη διοικητική περιφέρεια της Ελλάδας, Αχαΐα. Το Κοινό των Θεσσαλών εξακολούθησε να υπάρχει ως διακοσμητικός θεσμός μέχρι τα χρόνια του Διοκλητιανού.
Η αρχαϊκή τέχνη της Θ., όπως παρουσιάζεται από τα πλούσια ευρήματα της Λάρισας, της Φαλάννης, των Χυρετιών, των Φερών, της Φαρσάλου, της Μητρόπολης, κ.ά., χαρακτηρίζεται από το ιδιαίτερο θεσσαλικό της χρώμα, την ταυτόχρονη χρησιμοποίηση σμίλης και χρωστήρα, τη λιτότητα και την έλλειψη κομψότητας στις στάσεις και στην ενδυμασία, την ανατομική ατέλεια, αλλά παράλληλα και από την αξιόλογη ποικιλία και πρωτοτυπία στα θέματα της εικαστικής δημιουργίας. Οι επιτύμβιες γραπτές στήλες των Παγασών (Μουσείο Βόλου) είναι αξιόλογες από κάθε άποψη. Γενικότερα ωστόσο, η καλλιτεχνική δημιουργία των Θεσσαλών δεν ήταν πλούσια.
Σε σύγκριση με τα άλλα διαμερίσματα της αρχαιότητας στον ελλαδικό χώρο, η Θ. ήταν πολύ φτωχή και στην πνευματική κίνηση. Το ανεξέλικτο κοινωνικό σύστημα, που επικράτησε στην περιοχή από την αυγή έως τη δύση του αρχαίου κόσμου, και το χαμηλό επίπεδο της θεσσαλικής αριστοκρατίας δεν υπήρξαν ευνοϊκοί συντελεστές για φιλοσοφικές, λογοτεχνικές και γενικότερα πνευματικές επιδόσεις.
Από τον 1ο αι. μ.Χ., άρχισε στη Θ. η διάδοση του χριστιανισμού, με εισηγητή, όπως θέλει η παράδοση, έναν από τους εβδομήντα Αποστόλους, τον Ηρωδίωνα, που αρχιεράτευσε και μαρτύρησε στην Υπάτη· η εκκλησία της Λάρισας αναφέρεται στις πρώτες που ιδρύθηκαν στον ελλαδικό χώρο. Με την ανάρρηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου στον θρόνο του Ρωμαϊκού κράτους, σηματοδοτήθηκε η ακμή του χριστιανισμού και στη Θ. Εύγλωττες αποδείξεις αποτελούν τα λαμπρά παλαιοχριστιανικά ευρήματα των Φθιωτίδων Θηβών (σήμερα Νέα Αγχίαλος).
Από τον 4ο αι. μ.Χ., η Θ. δεχόταν συνεχείς επιδρομές και λεηλασίες των βησιγοτθικών και ουννικών φύλων, με θλιβερές επιπτώσεις στη θεσσαλική δημογραφία και οικονομία, οι οποίες κόπασαν στα χρόνια του Ιουστινιανού. Ο Δ. Ζακυθηνός γράφει σχετικά με το θέμα της εγκατάστασης Σλάβων στη Θ.: «Αι εν Θεσσαλία σλαβικαί αποικίαι παρέχουν την εντύπωσιν νησίδων εγκατεσπαρμένων εν τω μέσω συμπαγών πληθυσμών. Άλλωστε, αι εγκατασταθείσαι φυλαί ουδεμίαν ή ενίοτε όλως υποτυπώδη πολιτικήν οργάνωσιν είχον». Στα χρόνια του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου (976-1025), η Θ. κατακλύστηκε από βουλγαρικά στίφη, με αρχηγό τον ικανότατο ηγεμόνα τους Σαμουήλ, από τα οποία την απάλλαξε ο στρατηγός Νικηφόρος Ουρανός, συντρίβοντας τις δυνάμεις τους στον Σπερχειό (997). Ακμαίες θεσσαλικές πόλεις αναφέρονται στα μεσαιωνικά χρόνια η Δημητριάς, η Λάρισα, οι δύο Αλμυροί, η Φάρσαλος, ο Δομοκός, η Βεζένη, ο Νεζερός, τα Τρίκαλα, οι Γόμφροι, ο Πλαταμών, το Δομένικο κ.ά. Τον 11ο αιώνα παρουσιάστηκαν στη Θ. οι Βλάχοι (βλ. λ.) ή Κουτσόβλαχοι. Στο τέλος του αιώνα η περιοχή δεινοπαθούσε από τις νορμανδικές επιδρομές. Μετά τη βυζαντινο-νορμανδική συνθήκη του 1156, η Θ. γνώρισε μέρες ειρήνης και ακμής περίπου για μισό αιώνα. Αναφέρεται αξιόλογη εμπορική κίνηση των λιμανιών του Παγασητικού, με ανθηρές παροικίες Εβραίων, Βενετών, Πισατών και Γενοβέζων, που ασχολούνταν με το εξαγωγικό και εισαγωγικό εμπόριο. Ακολούθησε η φραγκική κατοχή την οποία διαδέχθηκε η δεσποτεία διάφορων βυζαντινών ευγενών και κυρίως δεσποτών της Ηπείρου. Το 1309, η Θ. λεηλατήθηκε από τους Καταλανούς, ενώ την ίδια εποχή βρισκόταν υπό τη διοίκηση διαφόρων βυζαντινών οικογενειών. Το 1333 έγινε πάλι βυζαντινή επαρχία και το 1342 άρχισε η σερβική κατάκτηση. Εκείνη την εποχή οι Θεσσαλοί αναφέρονται ως άριστοι στρατιώτες με φημισμένο ιππικό. Οι συγγραφείς κάνουν λόγο για συχνούς λοιμούς και αλλεπάλληλες ληστρικές επιδρομές Αλβανών και Βλάχων. Στα χρόνια της σερβοκρατίας είχε μεγάλη άνθηση ο μοναστικός βίος. Παλιά μοναστικά ενδιαιτήματα (κατοικίες) ανανεώθηκαν και ιδρύθηκαν νέα, όπως τα μοναστήρια των Μετεώρων. Το 1423, κατέλαβαν την περιοχή στρατεύματα του σουλτάνου και η Θ. παρέμεινε υπό τουρκική κατοχή έως το 1881.
Λίγο μετά την τουρκική κατάκτηση συντελέστηκαν σημαντικές δημογραφικές μεταβολές στον θεσσαλικό χώρο. Επειδή ο τόπος ήταν αραιοκατοικημένος, συνοικίστηκαν πολλές χιλιάδες Τούρκοι, που μεταφέρθηκαν από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας, οι γνωστοί έως τον 19ο αι. Κονιάρηδες, οι οποίοι ίδρυσαν στον θεσσαλικό κάμπο καινούργια, αμιγώς τουρκικά, γεωργοκτηνοτροφικά χωριά. Μέχρι το 1839, οπότε έγινε η μεταρρύθμιση του Τανζιματίου, η θεσσαλική γη ήταν χωρισμένη, σύμφωνα με την οθωμανική νομοθεσία, στις ακόλουθες κτηματικές μονάδες: γαίες του δημοσίου ή του στέμματος, γαίες βακουφικές (αφιερωμένες σε ευαγή οθωμανικά ιδρύματα), γαίες ιδιωτικές, γαίες τιμαριωτικές ή υποδημόσιες. Η σχέση των Θεσσαλών αγροτών, που καλλιεργούσαν αυτά τα κτήματα, με τους γαιοκτήμονες ήταν δουλοπαροικιακή. Γενικά, η κατάσταση των γεωργών της πεδινής Θ. στα χρόνια της τουρκοκρατίας ήταν άθλια. Η κακοδιοίκηση και οι αυθαιρεσίες των τοπικών αρχόντων υπήρξαν μόνιμο καθεστώς. Επίσης, οι συχνές αφορίες, οι πλημμύρες των ποταμών, η παντελής έλλειψη εγγειοβελτιωτικών έργων, ο δανεισμός των καλλιεργητών με σκληρούς τοκογλυφικούς όρους, η ελονοσία και οι επιδημίες αποτελούσαν χρόνια κατάσταση για την πεδινή Θ., με αποτέλεσμα τη συγκέντρωση των κτημάτων στα χέρια λίγων τιμαριούχων, την απορρόφηση των μικρών ιδιοκτησιών και την εξαθλίωση των γεωργών. Στα χρόνια μάλιστα του Αλή πασά (αρχές 19ου αι.) περίπου διακόσια θεσσαλικά τσιφλίκια πέρασαν στην κατοχή του ιδίου και των γιων του. Ανάλογα δεινοπαθούσαν οι θεσσαλικοί πληθυσμοί και κατά τη διάρκεια των διαφόρων ανταρσιών και εξεγέρσεων (Διονυσίου του Σκυλοσόφου, Λιβερίου Γερακάρη, Ορλοφικά κ.ά.).
Από τα μέσα του 18ου αι., ορισμένες, κυρίως ορεινές, περιοχές της Θ., όπως τα χωριά του Πηλίου, τα Αμπελάκια, η Κρανιά, η Ραψάνη, η Ρέτσανη, η Αγιά, η Σελίτσανη, ο Τίρναβος, η Τσαρίτσανη, η Πόρτα των Αγράφων, κατοχυρωμένες με προνόμια, ανέπτυξαν αξιόλογη εμποροβιοτεχνική κίνηση. Η μεταξοκαλλιέργεια, η νηματουργία, η βαμβακουργία, η κατασκευή μάλλινων επενδυτών, η βυρσοδεψία, η μαντηλοτεχνία ήταν βιοτεχνικές απασχολήσεις των κατοίκων τους. Πολύ γρήγορα, η παραγωγή αυτών των προϊόντων αναπτύχθηκε τόσο, ώστε δημιουργήθηκε ανάγκη εξαγωγής τους έξω από τη Θ. και από την Ελλάδα. Με εκατοντάδες μισθωμένα ζώα και έμπειρους οπλοφόρους αγωγιάτες, τα θεσσαλικά προϊόντα διοχετεύονταν στις εμπορικές πόλεις της κεντρικής Ευρώπης: στη Βιέννη, στη Βουδαπέστη, στη Δρέσδη, στη Λειψία, στο Αμβούργο, και συχνά στην Αγγλία. Την ίδια εποχή, και ακριβώς για να εξυπηρετηθεί το Θεσσαλικό διαμετακομιστικό εμπόριο, συγκροτήθηκε στην ανατολική Θ. ένας εμπορικός στόλος, που προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες τόσο στην οικονομική ζωή της περιοχής, όσο και στην Επανάσταση του 1821.
Η αποδημία των Θεσσαλών στην Ευρώπη, στη Μολδοβλαχία, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αλεξάνδρεια, και οι ανθηρές παροικίες που συγκροτούσαν, όπως και η πολύχρονη επαφή τους με τους Ευρωπαίους που διένυαν την περίοδο του Διαφωτισμού, τους κατέστησε προοδευτικούς και φιλελεύθερους. Στην επιστροφή τους, οι ταξιδεμένοι έμποροι, μαζί με τον πλούτο, μετέφεραν στα χωριά τους τα φώτα της πολιτισμένης Ευρώπης. Έτσι, από τα μέσα του 18ου αι., άρχισε και η εκπαιδευτική αναγέννηση της Θ. Με ενισχύσεις των εμπόρων, με κληροδοτήματα και υποτροφίες, ιδρύθηκαν και λειτούργησαν στη Θ. αξιόλογα εκπαιδευτήρια με έμπειρους και καταρτισμένους δασκάλους, με βιβλιοθήκες και όργανα εποπτικής διδασκαλίας των φυσικών επιστημών και αξιοσημείωτη πνευματική κίνηση, που τοποθετεί τη Θ. στην πρώτη γραμμή της πνευματικής και εθνικής αφύπνισης του νεότερου ελληνισμού. Η συμβολή των σχολείων και των βιβλιοθηκών της Ζαγοράς, του Τιρνάβου, των Αμπελακίων, της Ραψάνης, της Τσαρίτσανης κ.ά. ήταν ανεκτίμητη στον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας κατά την τουρκοκρατία. Εύγλωττη μαρτυρία για την ευεργετική παρουσία του θεσσαλικού στοιχείου στη διαμόρφωση του νεοελληνικού πνεύματος αποτελούν μερικά ονόματα Θεσσαλών λογίων και διδασκάλων του Γένους: Αλέξανδρος Ελλάδιος, Αλέξανδρος Τουρναβίτης, Ιωάννης και Αλέξανδρος Πέζαρος, Ρήγας Βελεστινλής, Νικόλαος Κασσαβέτης, Σπυρίδων Ασάνης, Ιωνάς Σπαρμιώτης, Άνθιμος Γαζής, Γρηγόριος Κωνσταντάς, Δανιήλ Φιλιππίδης, Κωνσταντίνος Οικονόμου, Κωνσταντίνος Κούμας, Θεόκλητος Φαρμακίδης, Στέφανος Κομμητάς κ.ά.
Πριν από το 1821, στη Θ. διακρίθηκαν οι περίφημοι αρματολοί του Ολύμπου Βλαχαβαίοι, Τσαραίοι, Τζαχειλαίοι, οι Μπασδέκηδες, Βαρκαίοι και Γιδαίοι του Πηλίου, οι Λαζαίοι των Χασίων, ο Καραϊσκάκης, ο Μπακόλας κ.ά. στα Άγραφα.
Στην Επανάσταση, ο ενθουσιώδης αγώνας των Θεσσαλών ήταν καταδικασμένος σε αποτυχία, γιατί η Θ., σχεδόν στο σύνολό της πεδινή, δεν προσφερόταν για επιχειρήσεις ενεδρών και κλεφτοπόλεμο. Έτσι, η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα, οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών εξανδραποδίστηκαν, ενώ οι μάχιμες θεσσαλικές δυνάμεις πέρασαν από την Εύβοια στην υπόλοιπη Ελλάδα, για να αγωνιστούν σε άλλα θέατρα της επαναστατημένης Ελλάδας. Με την ανακήρυξη του ελεύθερου ελληνικού κράτους, η Θ. έμεινε έξω από τα σύνορά του· η ένωσή της με την Ελλάδα (εκτός από την επαρχία Ελασσόνος) αποφασίστηκε στο συνέδριο του Βερολίνου (1878). Η προσάρτηση κατοχυρώθηκε με την ελληνοτουρκική συνθήκη στις 24 Ιουνίου 1881, ενώ η επαρχία Ελασσόνος έγινε ελληνική το 1912.
Λαϊκή τέχνη. Η Θεσσαλία ανέπτυξε ιδιαίτερη καλλιτεχνική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και κυρίως κατά τον 18ο αι. Στον Τίρναβο, στην Τσαρίτσανη, στο Πήλιο, στις ορεινές κοινότητες του Ολύμπου και του Κίσσαβου, στην περιφέρεια του Αλμυρού και στις περιοχές της Πίνδου, η καλλιτεχνική χειροτεχνία –υφαντουργία, σταμπωτά υφάσματα, ραπτική και αργυροχοΐα– είτε με τη μορφή της καθαρά λαϊκής τέχνης, είτε με τη μορφή της οργανωμένης εργαστηριακής βιοτεχνίας, όχι μόνο κάλυπτε τις ανάγκες της εσωτερικής κατανάλωσης, αλλά ανταποκρινόταν και στις απαιτήσεις ενός σημαντικότατου εξαγωγικού εμπορίου. Αποτέλεσμα της παραγωγικής και εμπορευματικής δραστηριότητας υπήρξε η ίδρυση θεσσαλικών υποκαταστημάτων στα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης, με φυσικό επακόλουθο την οικονομική και πνευματική άνθηση της περιοχής. Τη λαϊκή τέχνη της Θ. κατά την εποχή της ακμής, αντιπροσώπευαν κυρίως τα υφαντά της Λάρισας και της Τσαρίτσανης –κιλίμια, βελέντζες και αλατζάδες– τα σταμπωτά υφάσματα του Τιρνάβου και τα κόκκινα νήματα των Αμπελακίων. Από αυτές τις θεσσαλικές χειροτεχνίες, οι δύο τελευταίες αποτελούν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες μορφές της ελληνικής λαϊκής