Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

ΚΙ ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

                                                             


                                 ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ(ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ)


      Στην περιοχή συναντιούνταν τα όρια της Περραιβίας, της Θεσσαλίας (αφού η Ελάτεια και η οδός των Τεμπών, νότια του Πηνειού ανήκουν στη Θεσσαλία) και της Μακεδονικής Πιερίας, ενώ οι ανατολικές υπώρειες του Κισσάβου ανήκουν στη Μαγνησία. Οι πόλεις Φίλα (κοντά στο Διαβατό), το Ηράκλειον (κοντά στον Πλαταμώνα) και το Δίον (κοντά στη Μαλαθριά, σήμερα Δίον) ανήκουν στην Πιερία και ερίζουν για τον καθορισμό των συνόρων, με γνωστή τη διαμάχη του Γόννου με το Ηράκλειο για τον κάτω Πηνειό και τις νησίδες του.

Την ανατολική Όσσα κατέχουν οι Μάγνητες, λαός που μετανάστευσε εδώ πιθανόν από το βορρά, και, κατά τον Ησίοδο, ο γενάρχης τους Μάγνης ήταν αδελφός του Μακεδόνος. Η βορειότερη πόλη της Μαγνησίας ήταν το Ομόλιον (από το ομονοητικό), στις πλαγιές του βουνού, κοντά στην έξοδο του Πηνειού από τα Τέμπη. Κατείχε την γέφυρα του ποταμού και στην ακρόπολη της αρχαίας πόλης βρέθηκαν κατάλοιπα ναού του 5ου αι.π.Χ. καθώς και το πόδι κολοσσιαίου αγάλματος (5μ. ύψος) του Δία. Υπήρξε σημαντική πόλη για τους Μάγνητες, η οποία μέχρι και τον 3ο αι. π.Χ. έκοβε ορειχάλκινα νομίσματα.

Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους υπήρχαν κι άλλες πόλεις στην διαδρομή προς νότο στις ανατολικές πλαγιές της Όσσας, όμως φαίνεται πως η σπουδαιότερη εξ αυτών ήταν η Μελίβοια, που έκοβε και αυτή ασημένια και ορειχάλκινα νομίσματα και έλεγχε το δρόμο από το βορρά προς τη Δημητριάδα. Η πόλη καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 168π.Χ.
Λιγοστές είναι οι αναφορές των ιστορικών πηγών για τον Κίσσαβο - Κάτω Όλυμπο κατά την περίοδο των μέσων χρόνων. Ο Ιεροκλής, βυζαντινός ιστορικός και γεωγράφος του 6ου αι. μ.Χ., αναφερόμενος στην περιοχή στο «Συνέκδημο» του, κατονομάζει τις πόλεις Σάλτος Βουραμίνσιον και Σάλτος Ιόβιος, ενώ δύο αιώνες αργότερα ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, μνημονεύει, μεταξύ των άλλων, και τρείς πόλεις Βουραμίνσιον, Ιαννούβιος και Σάλτος, τις οποίες ο Γ.Κορδάτος τοποθετεί στις ανατολικές πλαγιές της οροσειράς Κισσάβου - Μαυροβουνίου - Πηλίου.


Η περιοχή, μαζί με τα στενά των Τεμπών, βρισκόταν στα όρια ανάμεσα στη θεσσαλική Πελασγιώτιδα (περιοχή πεδιάδας της Λάρισας), την Περραιβία (περιοχή του θεσσαλικού Ολύμπου–Ελασσόνας) και την χώρα των Μαγνήτων, η οποία διέτρεχε όλα τα ανατολικά παράλια της οροσειράς Κισσάβου – Μαυροβουνίου – Πηλίου. Με το αιτιολογικό ότι η περιοχή αποτελούσε φυσική συνέχεια της Πιερίας, διεκδικήθηκε πολλές φορές από τους Μακεδόνες.
Στο σύθαμπο της ιστορίας βρίσκουμε τον Γουνέα, προπορευόμενο των Μαγνήτων, κατά τον Όμηρο, μαζί με τους Αινιάνες και τους Περραιβούς, να εκστρατεύει για την Τροία. Έκτοτε το όνομά του βρέθηκε αναμειγμένο σε διάφορες παραδόσεις (του Φενεού της Αρκαδίας, της Κυρήνης-Λιβύη, κ.ά.). Eξ’αυτών μπορούμε να συμπεράνουμε πως το όνομα αυτό υπήρχε τουλάχιστον τον 8ο αι. π.Χ. και πως είναι η πρώτη μαρτυρία της ύπαρξης της πόλης των Γόννων (Br.Helly), ενώ ταυτόχρονα αντανακλά και την κινητικότητα της θεσσαλικής ανθρωπογεωγραφίας κατά την ίδια χρονική περίοδο.

Οι ανασκαφές στις αρχές του 20ου αι. επιβεβαίωσαν την θέση της αρχαίας πόλης, πάνω σε τρεις λόφους που δέσποζαν στην παραπήνεια πεδιάδα, κοντά στη πόλη Δερελί. «Η ακμή της πόλης βασίζονταν στην κυριαρχία επί της εξαιρετικά εύφορης λεκάνης που προστατεύονταν από τους βοριάδες και βρίσκονταν στους πρόποδες του Ολύμπου. Η πόλη φρουρούσε την είσοδο των Τεμπών και την παράκαμψη μέσω Κονδύλου - Ασκυρίδος για την Κάτω Μακεδονία».

Η αρχαιότερη (προϊστορική) πόλη βρισκόταν χαμηλότερα μέσα στην πεδιάδα στο ύψωμα Μπεσίκ Τεπέ (Γόννοι), όπου βρέθηκαν δύο κυκλικά τείχη, πολλά νεολιθικά, μυκηναϊκά και γεωμετρικά λείψανα καθώς και ένας θολωτός τάφος.

Αναμφισβήτητα οι Γόννοι υπήρξαν η σημαντικότερη πόλη της περιοχής, με ιστορία η οποία αρχίζει από τα μέσα της 3ης χιλιετηρίδας π.Χ. και εκτυλίσσεται αδιάκοπα μέχρι σήμερα. Τα ευρήματα της κλασσικής περιόδου της πόλης, κυρίως νομίσματα και έργα τέχνης, μαρτυρούν την ακμή της πόλης, η οποία όμως από πολύ νωρίς -μέσα του 4ου αι.- βρέθηκε υπό την μακεδονική κυριαρχία, αλλάζοντας σημαντικά τη φυσιογνωμία της. Με την εγκατάσταση των Μακεδόνων αλλάζει η Περραιβική κατ’ ουσία σύσταση του πληθυσμού, ενώ ταυτόχρονα αλλάζει η γλώσσα και οι παραδόσεις.

Ένα σπουδαίο κείμενο αναφοράς για την περιοχή, χρόνια αργότερα, ανήκει στο Ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο, ο οποίος περιγράφει τα γεγονότα του πολέμου ανάμεσα στους Ρωμαίους και τους Μακεδόνες του Περσέα το 169-168π.Χ.
Από την ιστορία του Τίτου Λίβιου και τις σποραδικές αναφορές σε άλλους αρχαίους συγγραφείς, καθώς και από τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής, συμπεραίνουμε πως τα μονοπάτια του Κάτω Ολύμπου χρησιμοποιήθηκαν κατά την αρχαιότητα για να παρακαμφθεί η στενωπός των Τεμπών.

Γι’ αυτό και οι εκάστοτε κύριοι της περιοχής φρόντιζαν να ανανεώνουν την επάνδρωση των οχυρών του Γοννοκόνδυλου - που οι Μακεδόνες τον μετονόμασαν Ολυμπιάδα - της Λαπαθούντος και του Χάρακα, που βρίσκονταν ανάμεσα στους Γόννους και την Καλλιπεύκη.
Στην περιοχή συναντιούνταν τα όρια της Περραιβίας, της Θεσσαλίας (αφού η Ελάτεια και η οδός των Τεμπών, νότια του Πηνειού ανήκουν στη Θεσσαλία) και της Μακεδονικής Πιερίας, ενώ οι ανατολικές υπώρειες του Κισσάβου ανήκουν στη Μαγνησία. Οι πόλεις Φίλα (κοντά στο Διαβατό), το Ηράκλειον (κοντά στον Πλαταμώνα) και το Δίον (κοντά στη Μαλαθριά, σήμερα Δίον) ανήκουν στην Πιερία και ερίζουν για τον καθορισμό των συνόρων, με γνωστή τη διαμάχη του Γόννου με το Ηράκλειο για τον κάτω Πηνειό και τις νησίδες του.

Την ανατολική Όσσα κατέχουν οι Μάγνητες, λαός που μετανάστευσε εδώ πιθανόν από το βορρά, και, κατά τον Ησίοδο, ο γενάρχης τους Μάγνης ήταν αδελφός του Μακεδόνος. Η βορειότερη πόλη της Μαγνησίας ήταν το Ομόλιον (από το ομονοητικό), στις πλαγιές του βουνού, κοντά στην έξοδο του Πηνειού από τα Τέμπη. Κατείχε την γέφυρα του ποταμού και στην ακρόπολη της αρχαίας πόλης βρέθηκαν κατάλοιπα ναού του 5ου αι.π.Χ. καθώς και το πόδι κολοσσιαίου αγάλματος (5μ. ύψος) του Δία. Υπήρξε σημαντική πόλη για τους Μάγνητες, η οποία μέχρι και τον 3ο αι. π.Χ. έκοβε ορειχάλκινα νομίσματα.

Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους υπήρχαν κι άλλες πόλεις στην διαδρομή προς νότο στις ανατολικές πλαγιές της Όσσας, όμως φαίνεται πως η σπουδαιότερη εξ αυτών ήταν η Μελίβοια, που έκοβε και αυτή ασημένια και ορειχάλκινα νομίσματα και έλεγχε το δρόμο από το βορρά προς τη Δημητριάδα. Η πόλη καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 168π.Χ.
Λιγοστές είναι οι αναφορές των ιστορικών πηγών για τον Κίσσαβο - Κάτω Όλυμπο κατά την περίοδο των μέσων χρόνων. Ο Ιεροκλής, βυζαντινός ιστορικός και γεωγράφος του 6ου αι. μ.Χ., αναφερόμενος στην περιοχή στο «Συνέκδημο» του, κατονομάζει τις πόλεις Σάλτος Βουραμίνσιον και Σάλτος Ιόβιος, ενώ δύο αιώνες αργότερα ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, μνημονεύει, μεταξύ των άλλων, και τρείς πόλεις Βουραμίνσιον, Ιαννούβιος και Σάλτος, τις οποίες ο Γ.Κορδάτος τοποθετεί στις ανατολικές πλαγιές της οροσειράς Κισσάβου - Μαυροβουνίου - Πηλίου.

Γνωρίζουμε πάντως ότι από τον 6ο αιώνα άρχισαν οι σλαβικές επιδρομές στην περιοχή με συνέπεια, όπως αναφέρει ο ιστορικός Προκόπιος, να μην τολμάει κανείς να περάσει την κοιλάδα των Τεμπών από το φόβο των ντόπιων και των «βαρβάρων», που καραδοκούσαν στο βουνό. Πιθανό απομεινάρι κάποιας από τις καθόδους των Σλάβων να είναι το παλιό όνομα της Καλλιπεύκης, Νεζερός (Εζερός), που προέρχεται από τη σλαβική ονομασία ίσβορ=πηγή, λίμνη -αφού γνωρίζουμε πως στην Καλλιπεύκη υπήρχε λίμνη, μέχρι την αποξήρανσή της στις αρχές του 20ου αι. (1911)- καθώς και αρκετά από τα ονόματα των οικισμών του Κισσάβου (Σελίτσιανη- Ανατολή, Ρέτσιανη-Μεταξοχώρι, Νιβόλιανη-Μεγαλόβρυσο, Δέσιανη- Αετόλοφος κ.ο.κ.).
Ωστόσο στα βυζαντινά χρόνια η περιοχή κυρίως της Ανατολικής Όσσας ήταν γεμάτη μοναστήρια και εκκλησίες: το μοναστήρι της Παναγίας του Οικονομείου, οι Άγ.Απόστολοι, το ασκηταριό της Αγ.Παρασκευής Ομολίου, η Παλαιοπαναγιά η Ξεσπορίτισσα τηςΑμπελικής Στομίου, ο Άγ.Νικόλαος πάνω από τις εκβολές του Πηνειού, το ασκηταριό του Αγ.Ιωάννου του Προδρόμου, οι βυζαντινοί ναοί στο Κόκκινο Νερό και πολυάριθμες άλλες προς το εσωτερικό του βουνού.
Μάλιστα η παράδοση διατηρεί τη μνήμη μιας μοναστικής κοινότητας, τόσο μεγάλης και σημαντικής όσο και αυτή του Αγίου Όρους, στην περιοχή της νοτιοανατολικής Όσσας και του Μαυροβουνίου, η οποία έφερε το όνομα «το όρος των Κελλίων».

Η κοινότητα αυτή θα πρέπει να ήταν εγκατεστημένη στην παραλιακή ζώνη προς την πλευρά της Όσσας - ιδιαιτέρως μεταξύ Καρίτσας και Αθανάτου (Μελιβοίας) - και να υπαγόταν διοικητικά στη Μητρόπολη Λάρισας. Όπως επισημαίνουν σύγχρονοι ερευνητές, τόσο οι πηγές που αναφέρονται στο όρος των Κελλίων όσο και τα μνημεία, που ολοένα ανακαλύπτονται στην περιοχή, πιστοποιούν πως η μοναστική κοινότητα που ήταν εγκατεστημένη εδώ και άκμαζε κατά τον 11ο αι, υπήρχε ήδη κατά τον 9ο αι. και διαλύθηκε μετά το 14ο αι.
Την άνοιξη του 1083 ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός εξεστράτευσε κατά των Νορμανδών, που πολιορκούσαν τη Λάρισα υπό τον Βοημούνδο του Τάραντα, ηγεμόνα της Καλαβρίας και Σικελίας, γιό του Ροβέρτου Γυισκάρδου και απελευθερωτή της Σικελίας από την κυριαρχία των Αράβων.
Ο αυτοκράτορας στην πορεία του προς τη Λάρισα επέλεξε να αφήσει την κεντρική οδό, που ελέγχονταν από τις δυνάμεις του Βοημούνδου, και να κινηθεί από την ανατολική πλευρά του Βουνού των Κελλίων, το οποίο σύμφωνα με τους αρχαιολόγους είναι ο Κίσσαβος (παλαιοσλαβική λέξη που σημαίνει «τόπος της βροχής»).


"… καταλιπών και τον βουνόν
τον ούτωσι εγχωρίως
καλούμενον Κίσσαβον
κατήλθεν εις Εζεβάν,
χωρίον δε τούτο Βλαχικόν
της Ανδρωνίας έγγιστα διακείμενον
"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου