Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

ΑΤΕΛΕΙΩΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ






                                          ΑΤΕΛΕΙΩΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ




Η αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή έδειξε πως ο δρόμος που ακολούθησε ο Αλέξιος ήταν γνωστός από την αρχαιότητα και χρησιμοποιήθηκε για στρατιωτικούς σκοπούς. Έτσι, λόγω της σημασίας του ως παράπλευρη οδός επικοινωνίας της Μακεδονίας με τη Μαγνησία, φρουρούνταν από πλήθος οχυρώσεων. Κοντά στις οχυρωματικές κατασκευές ερευνήθηκαν αρκετά ασκηταριά στο Ομόλιο, στη θέση της αρχαίας πόλης, η οποία υπήρχε μέχρι την παλαιοχριστιανική περίοδο, καθώς και στις παρακείμενες χαράδρες.
Επίσης ερευνήθηκε το ασκηταριό της Αγ.Παρασκευής, με εικονογράφηση της παλαιολόγειας εποχής, ενώ στο Στόμιο βρέθηκαν δύο ναοί και η επιτύμβια επιγραφή του αρχιερέα Διονυσίου Καμψορύμη. Στην περιοχή η μεγάλη πυκνότητα των μνημείων εμφανίζεται νοτίως του Στομίου και στο λόφο πάνω από το λιμάνι υπάρχει ισχυρό φρούριο της μεσοβυζαντινής περιόδου.
Διάσπαρτες είναι και οι θέσεις στην περιοχή της Καρίτσας (η οποία αναφέρεται από τον 12ο αι., από τον Άραβα γεωγράφο Edrisi), στην περιοχή του Κόκκινου Νερού και στην περιοχή της Κουτσουπιάς, Παλιουριάς και του ακρωτηρίου Δερματάς. Οι θέσεις αυτές δηλώνουν οχυρώσεις, μοναστήρια, λιθόστρωτα της παραλιακής οδού, κάστρα και άλλα τεχνικά έργα και επιβεβαιώνουν τη σπουδαιότητα της περιοχής και τις αρχαιότερες μαρτυρίες γι’ αυτή. Για παράδειγμα, οι δεξαμενές για την παραγωγή κρασιού στην περιφέρεια της Μελιβοίας επιβεβαιώνουν την παράδοση της Αρχαίας πόλης, που ήταν φημισμένη για τα κρασιά της.


Πιθανολογείται ότι, αφού κατέβηκε από τον Κίσσαβο, ο Αλέξιος κινήθηκε προς την κοιλάδα της Ποταμιάς, λόγω του ότι το πέρασμα ελεγχόταν από το φρούριο της Σκήτης, κι από κει, μέσω των υπωρειών του Μαυροβουνίου, στον ασφαλή δρόμο, που έλεγχαν τα δύο ισχυρά βυζαντινά επίσης φρούρια, Καστρί και Κανάλια. Στην παρακάρλια περιοχή τέλος πιθανολογείται και η ύπαρξη του χωρίου Εζεβάν, νότια της Αμυγδαλής, όπου στάθμευσε ο αυτοκράτορας πριν ξεκινήσει για τα «κηπουρεία του Δελφινά» (θέση μεταξύ Τρικάλων και Λαρίσης), για να βρεθεί στα νώτα του Βοημούνδου. Στις αρχές του 14ου αι. -μαθαίνουμε από το χρονικό του Φραντσίσκο Μονκάδα- Καταλανοί ακολουθούμενοι από Τούρκους, επέδραμαν στην περιοχή της Όσσας και του Κάτω Ολύμπου, όπου παρέμειναν τρία χρόνια (1306-1309).

Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, τα χωριά Τσάγεζι (σήμ. Στόμιο) και Καρίτσα ήταν κεφαλοχώρια, ενώ το Λασποχώρι (σήμ. Ομόλιο) ήταν τσιφλίκι που κατοικούνταν από χριστιανούς. Ταυτόχρονα, με τη δημιουργία των αρματολικίων, τα οποία έλεγχαν τις διαβάσεις των Τεμπών και της Ελασσόνας, ο Όλυμπος έγινε ξακουστός για τους κλεφταρματολούς του, όπως ο Νικοτσάρας κ.ά. Μετά το 16ο αι. τα σημαντικότερα χωριά του Κάτω Ολύμπου είναι η Ραψάνη και η Κρανιά, όπου εμφανίστηκε σπουδαία οικονομική, παιδευτική και καλλιτεχνική δραστηριότητα μέχρι το 18ο αι..
Στα κεφαλοχώρια αυτά, όπως και στα γειτονικά τους Αμπελάκια και στο Μπαμπά, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ανατολικής Θεσσαλίας (Τύρναβο, Αγιά), αναπτύχθηκε η βιοτεχνική παραγωγή των βαμβακερών και μεταξωτών υφασμάτων, που βάφονταν με το κόκκινο του ριζαριού και είχαν μεγάλη ζήτηση στις αγορές της Ευρώπης.
Στις αρχές του 19ου αι. η ευημερία των χωριών του Κάτω Ολύμπου πλήγηκε αφενός από την επιδημία της πανώλης (1813-14), αφετέρου από τις πιέσεις που δεχόταν από τους Αρβανίτες του Αλή πασά, κάνοντας όλη σχεδόν τη Θεσσαλία τσιφλίκι του, αλλά και από την αδυναμία των μικρών βιοτεχνικών μονάδων να παρακολουθήσουν την εκβιομηχάνιση της υφαντουργίας στην Ευρώπη (κυρίως στην Αγγλία). Στους παραπάνω λόγους έρχονται να προστεθούν και η επισφαλής διακίνηση των εμπορευμάτων τους, εξαιτίας των Ρωσοτουρκικών και Ναπολεόντειων πολέμων, και τέλος η χρεωκοπία της Τράπεζας της Βιέννης, της οποίας ήταν καταθέτες. Έτσι πολλοί από τους κατοίκους τους αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν τότε προς περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας, όπως στη Νιγρίτα Σερρών, που εγκαταστάθηκαν οριστικά.


Το τελειωτικό χτύπημα δόθηκε με το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης, στην οποία τα χωριά του Κάτω Ολύμπου συμμετείχαν εξαρχής και πλήρωσαν βαρύ τίμημα. Η Κρανιά καταστράφηκε από τον Αβδουλαβούτ πασά το 1822 και η Ραψάνη αργότερα, με το ξέσπασμα της επανάστασης του 1878, από τους Τούρκους των Γόννων (τότε Δερελί). Ωστόσο η περιοχή Κισσάβου–Κ. Ολύμπου έγινε καταφύγιο προσφύγων από πολλές δοκιμαζόμενες περιοχές της χώρας (Χίος κ. α.).
Η περιοχή, με τη συνθήκη του Βερολίνου (1878) και την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό Βασίλειο (1881), αποτέλεσε το βορειοανατολικό σύνορο του ελληνικού κράτους. Σιγά-σιγά, μετά μάλιστα και από την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών του 1932, τα χωριά αναπτύσσονται οικονομικά και δημογραφικά, συμμετέχουν σε όλους τους εθνικούς αγώνες, με αποκορύφωμα την αντίσταση ενάντια στα ιταλογερμανικά στρατεύματα κατοχής.
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και μετά την κατάρρευση του μετώπου οι Γερμανοί και Ιταλοί έχουν εγκατασταθεί στις πόλεις και ο λαός περνά μία από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες. Ο Κίσσαβος, όπως και το Μαυροβούνι, αποδεικνύονται το ασφαλέστερο καταφύγιο των καταδιωκόμενων από τους κατακτητές αλλά και ιδανικός τόπος για οργάνωση των αντιστασιακών ομάδων ενάντια σ’ αυτούς. Ο ίλαρχος του τακτικού στρατού Γιώργος Ζαρογιάννης τοποθετείται στο υπό συγκρότηση Αρχηγείο Κισσάβου του ΕΛΑΣ, με το ψευδώνυμο «Καβαλάρης».
Ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς γι’ αυτό το πρώιμο ξέσπασμα θα γράψει τους στίχους, που έγιναν τραγούδι του ΕΛΑΣ από το συνθέτη Αλέξανδρο Ξένο:

"...Μαυροβουνιού Καπλάνια
κι Ολύμπου Σταυραϊτοί
Εμπρός ολόρθοι ατρόμαχτοι
μαυρίλα αστροπελέκι…"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου